- πορεύσιμος
- -η, -ο / πορεύσιμος, -ον, θηλ. και -ίμη, ΝΑαυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαπεράσει, διαβατός («ἡ τοῡ ποταμοῡ ὁδὸς πορεύσιμος ἀνθρώποις ἐγίνετο», Ξεν.)αρχ.1. (για ζώα) επιτήδειος για πορεία («πάντα δὲ ὅσα πολύποδα καὶ ἄποδα, καὶ ὅσα πορεύσιμα καὶ ὅσα μόνιμα», Πλάτ.)2. ικανὸς να μεταφέρει κάτι3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πορεύσιμονη δυνατότητα διέλευσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πορεύω + κατάλ. -σιμος (πρβλ. στρατεύ-σιμος)].
Dictionary of Greek. 2013.